γλοίωμα

γλοίωμα
Όγκος των νευρογλοιακών κυττάρων, που μπορεί να ποικίλλει πολύ ως προς τον βαθμό κακοήθειάς του και τον ρυθμό ανάπτυξής του.
* * *
το
νεόπλασμα που αποτελείται από κύτταρα τής νευρογλοίας, τού ιστού ο οποίος στηρίζει και προστατεύει τα νευρικά κύτταρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλοίωμα — το (ιατρ.), κακοήθης όγκος που εμφανίζεται στον εγκέφαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευρογλοίωμα — το το γλοίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuroglioma < νευρογλοία + ωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”